- προστέγασμα
- το, -ατοςπρόστεγο οικοδομής, αλλ. μαρκίζα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προστέγασμα — projecting roof neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστέγασμα — το, ΝΑ προεξέχον τμήμα τής στέγης που προφυλλάσσει από τη βροχή· [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγασμα (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek
θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… … Dictionary of Greek
προστέγιον — και προτέγιον, τὸ, Α το προστέγασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στέγη + επίθημα ιον (πρβλ. ὑπο στέγιον)] … Dictionary of Greek
προστεγαστήρ — ῆρος, ὁ, Α το προστέγασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στεγαστήρ (< στεγάζω)] … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
γείσο — το 1. το προστέγασμα, το τμήμα της στέγης του σπιτιού που εξέχει: Στο γείσοτου σπιτιού έχτισαν δυο πουλιά τη φωλιά τους. 2. η προεξοχή των πηληκίων: Το γείσο τού σκίαζε το πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστώο — το προστέγασμα στην πύλη οικοδομήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόστεγο — το 1. προστέγασμα, μαρκίζα (λ. γαλλ.). 2. στεγασμένος χώρος, υπόστεγο στο κατάστρωμα του πλοίου, αλλ. καμπούνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)